Πετραίου

Πετραίου
Πετραί̱ου , Πετραῖος
of a rock
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πετραίου — πετραί̱ου , πετραῖος of a rock masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόνυξ — υχος, ὁ, Α 1. οξύ άκρο βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», Ευρ.) 2. κοφτερό ψαλιδάκι για τα νύχια 3. στον πληθ. οἱ στόνυχες τα γαμψά, δυνατά νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.) 4. φρ. α) «Οἰταῑος στόνυξ» ο χαυλιόδοντας τού αγριογούρουνου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”